πεισμονη

πεισμονη
    πεισμονή
     убеждение, уверенность NT.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πεισμονη" в других словарях:

  • πεισμονῇ — πεισμονή persuasion fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεισμονή — persuasion fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεισμονή — η, ΝΜΑ νεοελλ. πείσμα, επιμονή, ισχυρογνωμοσύνη μσν. πιθανότητα («Ζηνόδοτος πειρᾱται μεταγράφειν τὸν στίχον ἵνα φυλάξῃ τὴν οἰκείαν πεισμονήν», Ευστ.) αρχ. 1. η ικανότητα να πείθει κανείς, η πειστικότητα («ἡ πεισμονή οὐκ ἐκ τοῡ καλοῡύντος ὑμᾱς»,… …   Dictionary of Greek

  • πεισμονῆς — πεισμονή persuasion fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεισμονήν — πεισμονή persuasion fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειθή — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «πεισμονή, πίστις» …   Dictionary of Greek

  • πεισμονικός — ή, όν, Μ [πεισμονή] πεισματικός …   Dictionary of Greek

  • ՀՐԱՊՈՅՐՔ — ( ) NBH 2 0138 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 10c, 12c գ. πεισμονή persuasio ἁνατροπή eversio. որ եւ ՀՐԱՊՈՒՐԱՆՔ, նաց, նօք. Պատիր հրաւէր կամ հրաւիրումն. չար խրատ. յորդոր. համոզակերութիւն. թելադրութիւն, շողոքորթութիւն. եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»